κύκνειος

κύκνειος
α, ο [ος , ον ] лебединый;
лебяжий;

§ κύκνειον άσμα — лебединая песня


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κύκνειος" в других словарях:

  • Κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — of a swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …   Dictionary of Greek

  • κύκνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο. 2. «κύκνειο άσμα», το τελευταίο, το λίγο πριν από το θάνατό του, έργο διάσημου συγγραφέα ή μουσικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύκνειον — Κύκνειος of a swan masc acc sg Κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειον — κύκνειος of a swan masc acc sg κύκνειος of a swan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείη — Κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείη — κύκνειος of a swan fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείοισιν — Κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνείοισιν — κύκνειος of a swan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκνείῳ — Κύκνειος of a swan masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»